ισχουρικός

ισχουρικός
-ή, -ό [ισχουρία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχουρία («ισχουρικά φάρμακα»)
2. αυτός που πάσχει από ισχουρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”